λιθάνθρακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λιθάνθρακας < λίθος + άνθρακας ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Steinkohle[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λιθάνθρακας αρσενικό
- (ορυκτολογία) ιζηματογενές πέτρωμα, είδος γαιάνθρακα, που περιέχει περίπου 50%, κατά βάρος, άνθρακα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιθάνθρακας
- ↑ λιθάνθρακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας