• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

węgiel

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Πολωνικά (pl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

węgiel (pl) αρσενικό

  1. (χημεία) ο άνθρακας
  2. (οικείο) το πετροκάρβουνο
  3. (γενικότερα) το κάρβουνο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • węgielek
  • węgielnica
  • węglan
  • węglarka
  • węglarz
  • węglowiec
  • węglowy
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=węgiel&oldid=5250342"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Σεπτεμβρίου 2021, στις 06:59
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Σεπτεμβρίου 2021, στις 06:59.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie