ζωντανεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζωντανεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζωντανεύω
Μετοχή επεξεργασία
ζωντανεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ζωντανεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωντανεμένος
|
ζωντανεμένος, -η, -ο
|