ολοζώντανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολοζώντανος < μεσαιωνική ελληνική ολοζώντανος < ολο- + ζωντανός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.loˈzo(n).da.nos/
Επίθετο
επεξεργασίαολοζώντανος, -η, -ο
- που φαίνεται πραγματικός, πολύ ζωντανός
- (μεταφορικά) που έχει μεγάλη ενεργητικότητα ή ζωηρότητα
- (μεταφορικά) που περιγράφει κάτι με μεγάλη ενεργητικότητα ή ζωηράδα
Συγγενικά
επεξεργασία- ολοζώντανα
- → δείτε τις λέξεις όλος, ζωντανός και ζωή