νεκρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νεκρικός | η | νεκρική | το | νεκρικό |
γενική | του | νεκρικού | της | νεκρικής | του | νεκρικού |
αιτιατική | τον | νεκρικό | τη | νεκρική | το | νεκρικό |
κλητική | νεκρικέ | νεκρική | νεκρικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νεκρικοί | οι | νεκρικές | τα | νεκρικά |
γενική | των | νεκρικών | των | νεκρικών | των | νεκρικών |
αιτιατική | τους | νεκρικούς | τις | νεκρικές | τα | νεκρικά |
κλητική | νεκρικοί | νεκρικές | νεκρικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεκρικός < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική νεκρός
Επίθετο
επεξεργασίανεκρικός, -ή, -ό
- που χαρακτηρίζει ή ανήκει σε ή προορίζεται για έναν νεκρό
- νεκρική τελετή
- (μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από απόλυτη έλλειψη ζωής, κίνησης, θορύβου
- νεκρική σιγή