Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεκρολογία οι νεκρολογίες
      γενική της νεκρολογίας των νεκρολογιών
    αιτιατική τη νεκρολογία τις νεκρολογίες
     κλητική νεκρολογία νεκρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεκρολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nécrologie < νεκρο- + λόγ(ος) + -ία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.kɾo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐κρο‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεκρολογία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία