↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεκροφόρα οι νεκροφόρες
      γενική της νεκροφόρας των νεκροφόρων
    αιτιατική τη νεκροφόρα τις νεκροφόρες
     κλητική νεκροφόρα νεκροφόρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεκροφόρα < νεκρός + φέρω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεκροφόρα θηλυκό

 

  Μεταφράσεις

επεξεργασία