Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεκροθάφτης οι νεκροθάφτες
      γενική του νεκροθάφτη των νεκροθαφτών
    αιτιατική τον νεκροθάφτη τους νεκροθάφτες
     κλητική νεκροθάφτη νεκροθάφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεκροθάφτης < ελληνιστική κοινή νεκροθάπτης < νεκρός + θάπτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.kɾoˈθa.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐κρο‐θά‐φτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεκροθάφτης αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει την ταφή ενός νεκρού
     συνώνυμα: κοράκι
  2. (μεταφορικά) αυτός που με τις ενέργειές του συντελεί στην καταστροφή ενός πράγματος
    Ο πρόεδρος- «νεκροθάφτης» του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου (Το Βήμα, 6-09-2009)

  Μεταφράσεις επεξεργασία