νεκροφιλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεκροφιλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nécrophilie < nécro- + -philie < νεκρο- + -φιλία[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεκροφιλία θηλυκό
- έλξη προς αναίσθητους ανθρώπους, που βρίσκονται σε κωματώδη κατάσταση ή νεκρούς
- συνουσία με νεκρούς[1]
- (μεταφορικά) προσήλωση σε ξεπερασμένες και παρωχημένες ιδέες και αντιλήψεις
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεκροφιλία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 νεκροφιλία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας