εναπόκειται
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εναπόκειται < εναπόκειμαι < αρχαία ελληνική ἐναπόκειμαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.naˈpo.ci.te/
Ρήμα επεξεργασία
εναπόκειται (αποθετικό ρήμα), (απρόσωπο, μόνο στον ενεστώτα)
- εξαρτάται από την απόφαση κάποιου, είναι στην κρίση κάποιου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εναπόκειται
→ δείτε τη λέξη απόκειται |