εναπόκειμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εναπόκειμαι < ελληνιστική ἐναπόκειμαι < εν- + αρχαία ελληνική ἀπόκειμαι
Ρήμα επεξεργασία
εναπόκειμαι (αποθετικό ρήμα)
- → δείτε τη λέξη εναπόκειται (απρόσωπο, μόνο στον ενεστώτα)
εναπόκειμαι (αποθετικό ρήμα)