receivable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
receivable (en)
Επίθετο επεξεργασία
receivable (en)
- (οικονομία) ο εισπρακτέος
Άλλες γραφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- receivable στην αγγλική Βικιπαίδεια