payable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
payable (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
payable | payables |
Επίθετο επεξεργασία
payable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
payable (en)
ενικός | πληθυντικός |
payable | payables |
payable (fr) αρσενικό ή θηλυκό