Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

encaissable < encaisser + -able

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
encaissable encaissables

encaissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό