καταβλητέος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταβλητέος < αρχαία ελληνική καταβλητέος < καταβάλλω < κατά + βάλλω
Επίθετο επεξεργασία
καταβλητέος
- που πρέπει ή πρόκειται να καταβληθεί
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταβλητέος
|