εμπορική απαίτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμπορική απαίτηση < → δείτε τις λέξεις εμπορικός και απαίτηση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική trading receivable
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαεμπορική απαίτηση
- (λογιστική) απαίτηση, από τον πελάτη, λόγω πώλησης αγαθών και υπηρεσιών με πίστωση (επί πιστώσει) στα πλαίσια της λειτουργικής δραστηριότητας της οικονομικής μονάδας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμπορική απαίτηση