Forderung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Forderung | die | Forderungen |
γενική | der | Forderung | der | Forderungen |
δοτική | der | Forderung | den | Forderungen |
αιτιατική | die | Forderung | die | Forderungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαForderung (de) θηλυκό