Förderung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Förderung | die | Förderungen |
γενική | der | Förderung | der | Förderungen |
δοτική | der | Förderung | den | Förderungen |
αιτιατική | die | Förderung | die | Förderungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαFörderung (de) θηλυκό