Δείτε επίσης: απαιτητικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαιτητός η απαιτητή το απαιτητό
      γενική του απαιτητού της απαιτητής του απαιτητού
    αιτιατική τον απαιτητό την απαιτητή το απαιτητό
     κλητική απαιτητέ απαιτητή απαιτητό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαιτητοί οι απαιτητές τα απαιτητά
      γενική των απαιτητών των απαιτητών των απαιτητών
    αιτιατική τους απαιτητούς τις απαιτητές τα απαιτητά
     κλητική απαιτητοί απαιτητές απαιτητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαιτητός < (απαιτώ) απαιτη- + -τός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exigible[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.pe.tiˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐παι‐τη‐τπός

  Επίθετο

επεξεργασία

απαιτητός, -ή, -ό

  1. που είναι δυνατόν να απαιτηθεί
     συνώνυμα: (πληρωτέος)
  2. απαιτούμενος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία