απαιτητός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαιτητός < (απαιτώ) απαιτη- + -τός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική exigible[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.pe.tiˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐παι‐τη‐τπός
Επίθετο
επεξεργασίααπαιτητός, -ή, -ό
- που είναι δυνατόν να απαιτηθεί
- απαιτούμενος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία που μπορεί να απαιτηθεί
απαιτούμενος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ απαιτητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας