exigible
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- exigible < exiger
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
exigible | exigibles |
exigible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί κανείς να απαιτήσει
ενικός | πληθυντικός |
exigible | exigibles |
exigible (fr) αρσενικό ή θηλυκό