θεραπευτεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθεραπευτεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θεραπεύομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεραπεύομαι
- θα θεραπευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεραπεύομαι