Ετυμολογία

επεξεργασία
difficilis < κληρονομημένο από την πρωτοϊταλική . Μορφολογικά, (dis-) dif- + facilis

  Επίθετο

επεξεργασία

difficilis (la)

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική difficilis difficilis difficile difficilēs difficilēs difficilia
γενική difficilis difficilis difficilis difficilium difficilium difficilium
δοτική difficilī difficilī difficilī difficilibus difficilibus difficilibus
αιτιατική difficilem difficilem difficile difficilēs difficilēs difficilia
κλητική difficilis difficilis difficile difficilēs difficilēs difficilia
αφαιρετική difficili difficili difficili difficilibus difficilibus difficilibus
(Τριτόκλιτα επίθετα)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία