στενυγρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στενυγρός < ποιητικός τύπος του επιθέτου στενός(→ δείτε και τη λέξη στείνω). Θέμα στενυ-, (δείτε θέμα στεν-ός). Κατά τον Beekes το ⟨γρ⟩ υποδηλώνει προελληνική προέλευση.[1]
Επίθετο
επεξεργασίαστενυγρός, -ή, -όν
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη στενός, στείνω ίσως και στένω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στενός - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- στενυγρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.