γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική στενυγρός στενυγρᾱ́ τὸ στενυγρόν
      γενική τοῦ στενυγροῦ τῆς στενυγρᾶς τοῦ στενυγροῦ
      δοτική τῷ στενυγρ τῇ στενυγρ τῷ στενυγρ
    αιτιατική τὸν στενυγρόν τὴν στενυγρᾱ́ν τὸ στενυγρόν
     κλητική ! στενυγρέ στενυγρᾱ́ στενυγρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ στενυγροί αἱ στενυγραί τὰ στενυγρᾰ́
      γενική τῶν στενυγρῶν τῶν στενυγρῶν τῶν στενυγρῶν
      δοτική τοῖς στενυγροῖς ταῖς στενυγραῖς τοῖς στενυγροῖς
    αιτιατική τοὺς στενυγρούς τὰς στενυγρᾱ́ς τὰ στενυγρᾰ́
     κλητική ! στενυγροί στενυγραί στενυγρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στενυγρώ τὼ στενυγρᾱ́ τὼ στενυγρώ
      γεν-δοτ τοῖν στενυγροῖν τοῖν στενυγραῖν τοῖν στενυγροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στενυγρός < ποιητικός τύπος του επιθέτου στενός(→ δείτε και τη λέξη στείνω). Θέμα στενυ-, (δείτε θέμα στεν-ός). Κατά τον Beekes το ⟨γρ⟩ υποδηλώνει προελληνική προέλευση.[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

στενυγρός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη στενός, στείνω ίσως και στένω

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. στενός - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.