στείνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
στείνω
- στενεύω κάτι, περιορίζω, το γεμίζω ασφυκτικά, συμπυκνώνω, πιέζω
- (μεταφορικά) στενοχωρώ και στενοχωριέμαι, βαρύνομαι, γεμίζω