Ετυμολογία

επεξεργασία
στεῖνος < στείνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τό στεῖνος,-εος

  1. στενό πέρασμα, στενός τόπος
  2. στενοχώρια, δυσκολία

Συγγενικά

επεξεργασία