Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στενολέσχης < στενός + λέσχη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στενολέσχης, -ου

Συγγενικά επεξεργασία