Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στενότερος η στενότερη το στενότερο
      γενική του στενότερου της στενότερης του στενότερου
    αιτιατική τον στενότερο τη στενότερη το στενότερο
     κλητική στενότερε στενότερη στενότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στενότεροι οι στενότερες τα στενότερα
      γενική των στενότερων των στενότερων των στενότερων
    αιτιατική τους στενότερους τις στενότερες τα στενότερα
     κλητική στενότεροι στενότερες στενότερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στενότερος < αρχαία ελληνική στενότερος, συγκριτικός βαθμός του στενός

  Επίθετο επεξεργασία

στενότερος, -η, -ο (& πιο στενός)

  1. που είναι πιο στενός
    Η οδός Πατησίων είναι στενότερη από την Πανεπιστημίου
  2. που είναι πιο κοντινός συναισθηματικά, που απέχει λιγότερο ψυχικά
    Τελικά η γυναίκα μου αποδείχτηκε ότι διατηρούσε στενότερες σχέσεις με τον πρώην της απ' όσο θα ήθελα
  3. υπερθετικός βαθμός με περίφραση, αντί του στενότατος
    Η σχέση τους η στενότερη που φαντάζεσαι

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία