Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

closer (en)

  Κλιτικός τύπος επιρρήματος επεξεργασία

closer (en)

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

closer < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική closere. Συγχρονικά αναλύεται σε clos(e) + -er συγκριτικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

closer (en)