χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαρδύτερος η φαρδύτερη το φαρδύτερο
      γενική του φαρδύτερου της φαρδύτερης του φαρδύτερου
    αιτιατική τον φαρδύτερο τη φαρδύτερη το φαρδύτερο
     κλητική φαρδύτερε φαρδύτερη φαρδύτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαρδύτεροι οι φαρδύτερες τα φαρδύτερα
      γενική των φαρδύτερων των φαρδύτερων των φαρδύτερων
    αιτιατική τους φαρδύτερους τις φαρδύτερες τα φαρδύτερα
     κλητική φαρδύτεροι φαρδύτερες φαρδύτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρδύτερος < φαρδ-ύτερος, συγκριτικός βαθμός του φαρδύς

  Επίθετο

επεξεργασία

φαρδύτερος, -η, -ο (& πιο φαρδύς)

  1. που είναι πιο φαρδύς
    Α, μην το συζητάς, όλοι οι δρόμοι της Αθήνας έπρεπε να είναι φαρδύτεροι
    Μήπως το έχετε στο ίδιο χρώμα αλλά φαρδύτερο στη μέση, γιατί μου φαίνεται αλλάξατε τα νούμερα στα ρούχα σας και δεν μου κάνει τίποτα πια στο μαγαζί σας
    Με την εγκυμοσύνη χρειάζομαι φαρδύτερα ρούχα
  2. υπερθετικός βαθμός με περίφραση
    Η Συγγρού είναι ο φαρδύτερος δρόμος (απ' όλους)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία