Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στενόστομος η στενόστομη το στενόστομο
      γενική του στενόστομου της στενόστομης του στενόστομου
    αιτιατική τον στενόστομο τη στενόστομη το στενόστομο
     κλητική στενόστομε στενόστομη στενόστομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στενόστομοι οι στενόστομες τα στενόστομα
      γενική των στενόστομων των στενόστομων των στενόστομων
    αιτιατική τους στενόστομους τις στενόστομες τα στενόστομα
     κλητική στενόστομοι στενόστομες στενόστομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στενόστομος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

στενόστομος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία