Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στενόπορθμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
στενόπορθμος
<
στενός
+
πορθμός
Επίθετο
επεξεργασία
ὁ, ἡ
στενόπορθμος
,-ον
κάποιος/κάτι που βρίσκεται
δίπλα
σε στενό πορθμό, που έχει στενό πορθμό, μια
πόλη
χτισμένη κοντά σε στενό πορθμό