μυαλός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μυαλός | οἱ | μυαλοί |
γενική | τοῦ | μυαλοῦ | τῶν | μυαλῶν |
δοτική | τῷ | μυαλῷ | τοῖς | μυαλοῖς |
αιτιατική | τὸν | μυαλόν | τοὺς | μυαλούς |
κλητική ὦ! | μυαλέ | μυαλοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυαλώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μυαλοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυαλός < μυελός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυαλός αρσενικό
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυαλός < αρχαία ελληνική μυαλός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυαλός αρσενικό