μυαλόν
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυαλόν < μυαλός (αρσενικό) < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μυαλός < αρχαία ελληνική μυελός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυαλόν ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μυαλόν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαμυαλόν αρσενικό