↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξεμυαλιστής οι ξεμυαλιστές
      γενική του ξεμυαλιστή των ξεμυαλιστών
    αιτιατική τον ξεμυαλιστή τους ξεμυαλιστές
     κλητική ξεμυαλιστή ξεμυαλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεμυαλιστής < ξεμυαλίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξεμυαλιστής αρσενικό και ξεμυαλίστρα το θηλυκό

  • που ξελογιάζει, που παίρνει τα μυαλά, που παρασύρει σε ενέργειες οι οποίες δεν συνάδουν συνήθως με τη λογική

  Μεταφράσεις

επεξεργασία