Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικρόμυαλος η μικρόμυαλη το μικρόμυαλο
      γενική του μικρόμυαλου της μικρόμυαλης του μικρόμυαλου
    αιτιατική τον μικρόμυαλο τη μικρόμυαλη το μικρόμυαλο
     κλητική μικρόμυαλε μικρόμυαλη μικρόμυαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικρόμυαλοι οι μικρόμυαλες τα μικρόμυαλα
      γενική των μικρόμυαλων των μικρόμυαλων των μικρόμυαλων
    αιτιατική τους μικρόμυαλους τις μικρόμυαλες τα μικρόμυαλα
     κλητική μικρόμυαλοι μικρόμυαλες μικρόμυαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρόμυαλος < μικρο- + μυαλό + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /miˈkro.mɲa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρό‐μυα‐λος

  Επίθετο επεξεργασία

μικρόμυαλος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία