νοήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
νοήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοώ
- θα νοήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
νοήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του νόηση