Ετυμολογία

επεξεργασία

fidélité < λατινική fidēlitās (< fidēs = πίστη). Αναλύεται σύγχρονα σε fidèle + -ité

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fi.de.liˈte/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fidélité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία