Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fidèle fidèles

fidèle (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πιστός
  2. ακριβής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fidèle fidèles

fidèle (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θρησκεία) πιστός

Συγγενικά

επεξεργασία