fidélisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- fidélisation < fidéliser
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
fidélisation | fidélisations |
fidélisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
fidélisation | fidélisations |
fidélisation (fr) θηλυκό