Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιστοποιημένος η πιστοποιημένη το πιστοποιημένο
      γενική του πιστοποιημένου της πιστοποιημένης του πιστοποιημένου
    αιτιατική τον πιστοποιημένο την πιστοποιημένη το πιστοποιημένο
     κλητική πιστοποιημένε πιστοποιημένη πιστοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιστοποιημένοι οι πιστοποιημένες τα πιστοποιημένα
      γενική των πιστοποιημένων των πιστοποιημένων των πιστοποιημένων
    αιτιατική τους πιστοποιημένους τις πιστοποιημένες τα πιστοποιημένα
     κλητική πιστοποιημένοι πιστοποιημένες πιστοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιστοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου πιστοποιώ

  Μετοχή επεξεργασία

πιστοποιημένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία