Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιστοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πιστοποιημέν
ος
η
πιστοποιημέν
η
το
πιστοποιημέν
ο
γενική
του
πιστοποιημέν
ου
της
πιστοποιημέν
ης
του
πιστοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
πιστοποιημέν
ο
την
πιστοποιημέν
η
το
πιστοποιημέν
ο
κλητική
πιστοποιημέν
ε
πιστοποιημέν
η
πιστοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πιστοποιημέν
οι
οι
πιστοποιημέν
ες
τα
πιστοποιημέν
α
γενική
των
πιστοποιημέν
ων
των
πιστοποιημέν
ων
των
πιστοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
πιστοποιημέν
ους
τις
πιστοποιημέν
ες
τα
πιστοποιημέν
α
κλητική
πιστοποιημέν
οι
πιστοποιημέν
ες
πιστοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιστοποιημένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
πιστοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
πιστοποιημένος, -η, -ο
που έχει
πιστοποιηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
απιστοποίητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιστοποιημένος
γαλλικά
:
attesté
(fr)
,
certifié
(fr)