well-known
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | well-known |
συγκριτικός | better-known / more well-known |
υπερθετικός | best-known / most well-known |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαwell-known (en)
- γνωστός
- ⮡ Well-known journalists moderate the televised debates.
- Τις τηλεοπτικές συζητήσεις τις συντονίζουν γνωστοί δημοσιογράφοι.
- ⮡ Well-known journalists moderate the televised debates.