λεπτόσωμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λεπτόσωμος < ελληνιστική κοινή λεπτόσωμος < αρχαία ελληνική λεπτός (< λέπω) + σῶμα, μορφολογικά αναλύεται λεπτό- + -σωμος
Επίθετο
επεξεργασίαλεπτόσωμος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λεπτόσωμος
|