σωματάρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σωματάρχης < σώμα στρατού + -άρχης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σωματάρχης αρσενικό
- Ο διοικητής ενός σώματος στρατού. Την θέση αυτή καταλαμβάνει ανώτατος αξιωματικός του στρατού ξηράς (συνήθως Αντιστράτηγος).
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σωματάρχης