Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άλεσμα τα αλέσματα
      γενική του αλέσματος των αλεσμάτων
    αιτιατική το άλεσμα τα αλέσματα
     κλητική άλεσμα αλέσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άλεσμα < μεσαιωνική λέξη ἄλεσμα < αρχαιοελληνική ἄλεσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άλεσμα ουδέτερο (ο πληθυντικός κυρίως για τη δεύτερη έννοια)

  1. το αποτέλεσμα του αλέθω
  2. (παρωχημένο) ποσότητα δημητριακών προς άλεση

  Μεταφράσεις επεξεργασία