broyage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- broyage < broyer
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
broyage | broyages |
broyage (fr) αρσενικό
- η συντριβή, ο κατακερματισμός, το άλεσμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη broyer