Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλέστα < αλέθω

  Επίρρημα επεξεργασία

αλέστα

  1. γρήγορα
  2. Σε ετοιμότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία