• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αλευρόμυλος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλευρόμυλος οι αλευρόμυλοι
      γενική του αλευρόμυλου των αλευρόμυλων
    αιτιατική τον αλευρόμυλο τους αλευρόμυλους
     κλητική αλευρόμυλε αλευρόμυλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αλευρόμυλος < αλευρό- + μύλος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλευρόμυλος αρσενικό

  1. οποιοσδήποτε μύλος (ανεμόμυλος, νερόμυλος ή άλλος) που αλέθει δημητριακά και παράγει αλεύρι
  2. το οίκημα ή η μηχανή που αλέθει και παράγει αλεύρι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αλευρόμυλος
  • αγγλικά : mill (en)
  • γαλλικά : minoterie (fr), moulin (fr)
  • γερμανικά : Getreidemühle (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλευρόμυλος&oldid=6187472"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Σεπτεμβρίου 2023, στις 18:36

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Σεπτεμβρίου 2023, στις 18:36.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας