αλευρόμυλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλευρόμυλος αρσενικό
- οποιοσδήποτε μύλος (ανεμόμυλος, νερόμυλος ή άλλος) που αλέθει δημητριακά και παράγει αλεύρι
- το οίκημα ή η μηχανή που αλέθει και παράγει αλεύρι