Ετυμολογία

επεξεργασία
moulin < molin < λατινική molinum < mola, μυλόπετρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mu.lɛ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
moulin moulins

moulin (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία