Ετυμολογία

επεξεργασία
moulin < molin < λατινική molinum < mola, μυλόπετρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
moulin moulins

moulin (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία