αλευρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλευρώνω: σχηματισμός ενεργητικής φωνής < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική ἀλευρώνομαι [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.leˈvɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λευ‐ρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααλευρώνω, αόρ.: αλεύρωσα, παθ.φωνή: αλευρώνομαι, π.αόρ.: αλευθρώθηκα, μτχ.π.π.: αλευρωμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αλεύρι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλευρώνω | αλεύρωνα | θα αλευρώνω | να αλευρώνω | αλευρώνοντας | |
β' ενικ. | αλευρώνεις | αλεύρωνες | θα αλευρώνεις | να αλευρώνεις | αλεύρωνε | |
γ' ενικ. | αλευρώνει | αλεύρωνε | θα αλευρώνει | να αλευρώνει | ||
α' πληθ. | αλευρώνουμε | αλευρώναμε | θα αλευρώνουμε | να αλευρώνουμε | ||
β' πληθ. | αλευρώνετε | αλευρώνατε | θα αλευρώνετε | να αλευρώνετε | αλευρώνετε | |
γ' πληθ. | αλευρώνουν(ε) | αλεύρωναν αλευρώναν(ε) |
θα αλευρώνουν(ε) | να αλευρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλεύρωσα | θα αλευρώσω | να αλευρώσω | αλευρώσει | ||
β' ενικ. | αλεύρωσες | θα αλευρώσεις | να αλευρώσεις | αλεύρωσε | ||
γ' ενικ. | αλεύρωσε | θα αλευρώσει | να αλευρώσει | |||
α' πληθ. | αλευρώσαμε | θα αλευρώσουμε | να αλευρώσουμε | |||
β' πληθ. | αλευρώσατε | θα αλευρώσετε | να αλευρώσετε | αλευρώστε | ||
γ' πληθ. | αλεύρωσαν αλευρώσαν(ε) |
θα αλευρώσουν(ε) | να αλευρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλευρώσει | είχα αλευρώσει | θα έχω αλευρώσει | να έχω αλευρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλευρώσει | είχες αλευρώσει | θα έχεις αλευρώσει | να έχεις αλευρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλευρώσει | είχε αλευρώσει | θα έχει αλευρώσει | να έχει αλευρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλευρώσει | είχαμε αλευρώσει | θα έχουμε αλευρώσει | να έχουμε αλευρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλευρώσει | είχατε αλευρώσει | θα έχετε αλευρώσει | να έχετε αλευρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλευρώσει | είχαν αλευρώσει | θα έχουν αλευρώσει | να έχουν αλευρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλευρώνομαι | αλευρωνόμουν(α) | θα αλευρώνομαι | να αλευρώνομαι | ||
β' ενικ. | αλευρώνεσαι | αλευρωνόσουν(α) | θα αλευρώνεσαι | να αλευρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αλευρώνεται | αλευρωνόταν(ε) | θα αλευρώνεται | να αλευρώνεται | ||
α' πληθ. | αλευρωνόμαστε | αλευρωνόμαστε αλευρωνόμασταν |
θα αλευρωνόμαστε | να αλευρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αλευρώνεστε | αλευρωνόσαστε αλευρωνόσασταν |
θα αλευρώνεστε | να αλευρώνεστε | (αλευρώνεστε) | |
γ' πληθ. | αλευρώνονται | αλευρώνονταν αλευρωνόντουσαν |
θα αλευρώνονται | να αλευρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλευρώθηκα | θα αλευρωθώ | να αλευρωθώ | αλευρωθεί | ||
β' ενικ. | αλευρώθηκες | θα αλευρωθείς | να αλευρωθείς | αλευρώσου | ||
γ' ενικ. | αλευρώθηκε | θα αλευρωθεί | να αλευρωθεί | |||
α' πληθ. | αλευρωθήκαμε | θα αλευρωθούμε | να αλευρωθούμε | |||
β' πληθ. | αλευρωθήκατε | θα αλευρωθείτε | να αλευρωθείτε | αλευρωθείτε | ||
γ' πληθ. | αλευρώθηκαν αλευρωθήκαν(ε) |
θα αλευρωθούν(ε) | να αλευρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αλευρωθεί | είχα αλευρωθεί | θα έχω αλευρωθεί | να έχω αλευρωθεί | αλευρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αλευρωθεί | είχες αλευρωθεί | θα έχεις αλευρωθεί | να έχεις αλευρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αλευρωθεί | είχε αλευρωθεί | θα έχει αλευρωθεί | να έχει αλευρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αλευρωθεί | είχαμε αλευρωθεί | θα έχουμε αλευρωθεί | να έχουμε αλευρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αλευρωθεί | είχατε αλευρωθεί | θα έχετε αλευρωθεί | να έχετε αλευρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αλευρωθεί | είχαν αλευρωθεί | θα έχουν αλευρωθεί | να έχουν αλευρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αλευρωμένος - είμαστε, είστε, είναι αλευρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αλευρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αλευρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αλευρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αλευρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αλευρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αλευρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αλευρώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αλευρώνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας