αλευρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία.
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αλευρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλευρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αλευρωμένος αρσενικό, αλευρωμένη θηλυκό, αλευρομένο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη αλευρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλευρωμένος
|