↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλευρωμένος η αλευρωμένη το αλευρωμένο
      γενική του αλευρωμένου της αλευρωμένης του αλευρωμένου
    αιτιατική τον αλευρωμένο την αλευρωμένη το αλευρωμένο
     κλητική αλευρωμένε αλευρωμένη αλευρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλευρωμένοι οι αλευρωμένες τα αλευρωμένα
      γενική των αλευρωμένων των αλευρωμένων των αλευρωμένων
    αιτιατική τους αλευρωμένους τις αλευρωμένες τα αλευρωμένα
     κλητική αλευρωμένοι αλευρωμένες αλευρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλευρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αλευρώνω

αλευρωμένος αρσενικό, αλευρωμένη θηλυκό, αλευρομένο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία